τῦφος

τῦφος
τῦφος, , name of four kinds of fever, one of which is accompanied by stuport, Hp.Int.39; τῦφοι =
A frigidae febres, Gloss.; cf.

τυφώδης 1

.
2 delusion (defined as οἴησις τῶν οὐκ ὄντων ὡς ὄτων), S.E.M.8.5; in this sense Monimus the Cynic said τῦφος τὰ πάντα, S.E. l.c.; τὸ γὰρ ὑποληφθὲν τῦφον εἶναι πᾶν ἔφη (sc. Μόνιμος) Men. 249.7, cf. Metrod.Fr.31, Phld.Piet.21; opp. ἀλήθεια, Ph.2.299;

τὰ μὲν τοῦ σώματος ποταμός, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς ὄνειρος καὶ τ. M.Ant.2.17

, cf. 6.13;

οἴημα καὶ τ. Plu.2.81f

, cf. ib.c, Arr.Epict.1.8.6, Iamb. Myst.2.4, 3.31;

τὸν τ. ὥσπερ τινὰ καπνὸν φιλοσοφίας εἰς τοὺς σοφιστὰς ἀποσκεδάσας Plu.2.580b

; πολὺν αὐτοῖς (sc. τοῖς μυστηρίοις)

ἐπῆγον τ. ὡς μὴ ῥᾳδίως τινὰ συνορᾶν τὰ κατ' ἀλήθειαν γενόμενα Ph.Bybl.

ap. Eus. PE1.9.
3 colloquially, nonsense, humbug, affectation, τὸν τρόπον μὲν οἶσθά μου ὅτι τῦφος οὐκ ἔνεστιν there is no nonsense about me, Antiph.195.2, cf. Plu.Per.5; ταῦτα τὴν παλαιὰν ἀλαζονείαν ἤλεγξε

τῶν Μήδων τῦφον ὄντα κενόν Jul.Or.1.28b

, cf. Pl. ap. D.L.6.26:— similarly in Cynic parodies,

Πήρη τις πόλις ἐστὶ μέσῳ ἔνι οἴνοπι τύφῳ Crates Theb.4

, cf. Tim038, Jul.Or.6.202c; τὸν τ. μου τροποφόρησον my piece of nonsense, my hobby, Cic.Att.13.29.2;

τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια τ. ἔμαρψεν Crates Theb.8

(vv. ll. τύμβος, τάφος).
4 vanity, Zeno.Stoic.1.69, Plb.3.22.4, 3.81.9; = inflatio cordis vel superbia, Gloss.; arrogance, Onos.42.24;

ὁ φρυαττόμενος μεγάλα τ. Ph.1.667

; pomp,

σεμνότερον ἦγεν αὑτόν—ἄρχοντι δὲ λυσιτελέστατον ὁ τ. Id.2.518

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τῦφος — frigidae febres masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • τυφός — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. τύφος …   Dictionary of Greek

  • τύφος — ο βαριά λοιμώδης αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • τῦφοι — τῦφος frigidae febres masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισότυφος — μισότυφος, ον (Α) αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνό τυφος, φιλό τυφος)] …   Dictionary of Greek

  • TYPHUS — Graece Τύφος, memoratus Philoni, l. de Temul. de vita Mosis, l. 3. libro de Spec. Legibus, et de Monarchia, l. 2. non mania est seu stultitia, ut apud Hippocratem, Plutarchum, Lucianum et Suidam; Arnobium item, l. 2. mentis elatio et typhus, ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ολβιότυφος — ὀλβιότυφος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρχύτα) ο μακάριος στην οίηση και στην αλαζονεία του, ο ευτυχισμένος σύμφωνα με τη δική του γνώμη, αυτός που με την έπαρσή του νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + τῦφος… …   Dictionary of Greek

  • τυφοειδής — ές, Ν 1. τυφώδης 2. φρ. α) «τυφοειδής πυρετός» (i) ιατρ. λοιμώδης νόσος προκαλούμενη από το μικρόβιο Salmonella typhi, αλλ. κοιλιακός τύφος ii) (κτην.) οξεία μεταδοτική νόσος τών ιπποειδών β) «τυφοειδείς λοιμώξεις» (κτην.) παλαιότερη γενική… …   Dictionary of Greek

  • τυφώδης — ες / τυφώδης, ῶδες, ΝΑ [τῡφος] 1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής 2. αλαζονικός, υπεροπτικός νεοελλ. φρ. «τυφώδης κατάσταση» ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ εξοχήν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”